κοάλεμος

κοάλεμος
κοάλεμος, ὁ (Α)
ανόητος, ηλίθιος, βλάκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. ξεν. προελεύσεως. Κατ' άλλη άποψη, προέρχεται από θ. κο- (προϊόν ονοματοποιίας) + κατάλ. -άλεμος, σκοτεινής προελεύσεως, πού μαρτυρείται επίσης στη λ. ι-άλεμος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοάλεμος — κοά̱λεμος , κοάλεμος stupid fellow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοαλέμου — κοᾱλέμου , κοάλεμος stupid fellow masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοαλέμῳ — κοᾱλέμῳ , κοάλεμος stupid fellow masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοάλεμοι — κοά̱λεμοι , κοάλεμος stupid fellow masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοάλεμον — κοά̱λεμον , κοάλεμος stupid fellow masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”